σημειωματάριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σημειωματάριο τα σημειωματάρια
      γενική του σημειωματάριου των σημειωματάριων
    αιτιατική το σημειωματάριο τα σημειωματάρια
     κλητική σημειωματάριο σημειωματάρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σημειωματάριο < (καθαρεύουσα) σημειωματάριον, σημειωματ- (σημείωμα) + -άριο [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.mi.o.maˈta.ɾi.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σημειωματάριο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]