σιρίτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σιρίτι | τα | σιρίτια |
γενική | του | σιριτιού | των | σιριτιών |
αιτιατική | το | σιρίτι | τα | σιρίτια |
κλητική | σιρίτι | σιρίτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιρίτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şerit < αραβική شريط (şarīt)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιρίτι ουδέτερο
- ταινία μεταξωτού ή χρυσοΰφαντου υφάσματος που ράβεται στις στολές, στα πηλήκια, στα καπέλα κλπ. ως διακοσμητικό ή διακριτικό
- (συνεκδοχικά) το αξίωμα
- το πολύχρωμο φτέρωμα μερικών πουλιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)