σιρόπιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιρόπιασμα < σιροπιάζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σιρόπιασμα ουδέτερο
- το να περιχύνω κάτι με σιρόπι
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) ερωτοτροπία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σιρόπι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιρόπιασμα
|