σιωπώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σιωπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σιωπῶ, συνηρημένος τύπος του σιωπάω < σιωπή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *su̯ī- (αδύναμος, σιωπηλός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.oˈpo/, σπανιότερα: ΔΦΑ : /si̯oˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐ω‐πώ
Ρήμα[επεξεργασία]
σιωπώ, αόρ.: σιώπησα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σιωπώ
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)