σκάνδαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκάνδαλο τα σκάνδαλα
      γενική του σκανδάλου
σκάνδαλου
των σκανδάλων
    αιτιατική το σκάνδαλο τα σκάνδαλα
     κλητική σκάνδαλο σκάνδαλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκάνδαλο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκάνδαλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skand- Συγκρίνετε με το σκάνταλο. [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈskan.ða.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκάν‐δα‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκάνδαλο ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
σκανδαλ- 

→ και δείτε τη λέξη σκάνταλο για όλες τις λέξεις με θέμα σκανταλ-

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]