σκέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκέπω < (ελληνιστική κοινήσκέπω

Ρήμα[επεξεργασία]

σκέπω

  1. (λόγιο) σκεπάζω
    Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό. (Νίκος Καββαδίας (1910-1975), Φάτα Μοργκάνα)
  2. (λόγιο) (μεταφορικά) φυλάττω, προστατεύω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]