σκανδαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκανδαλίζω < (ελληνιστική κοινήσκανδαλίζω < σκάνδαλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skand-

Ρήμα[επεξεργασία]

σκανδαλίζω (παθητική φωνή: σκανδαλίζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]