σκανδαλωδώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκανδαλωδώς < σκανδαλώδης + -ώς
Επίρρημα[επεξεργασία]
σκανδαλωδώς
- με σκανδαλώδη τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκανδαλωδώς
|