σκαφίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαφίδι τα σκαφίδια
      γενική του σκαφιδιού των σκαφιδιών
    αιτιατική το σκαφίδι τα σκαφίδια
     κλητική σκαφίδι σκαφίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαφίδι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκαφίδιον, υποκοριστικό του σκάφη + -ίδιον (-ίδι)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skaˈfi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐φί‐δι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαφίδι ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) σκάφη[1] κυρίως για το ζύμωμα του ψωμιού
    ή μικρή σκάφη[2]
  2. (μέσο μεταφορών, ναυτικός όρος) μικρό πλεούμενο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη σκάβω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σκαφίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)