σκεπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκεπός η σκεπή το σκεπό
      γενική του σκεπού της σκεπής του σκεπού
    αιτιατική τον σκεπό τη σκεπή το σκεπό
     κλητική σκεπέ σκεπή σκεπό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκεποί οι σκεπές τα σκεπά
      γενική των σκεπών των σκεπών των σκεπών
    αιτιατική τους σκεπούς τις σκεπές τα σκεπά
     κλητική σκεποί σκεπές σκεπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκεπός < μεσαιωνική ελληνική σκεπός

Επίθετο[επεξεργασία]

σκεπός

  1. ο σκεπασμένος.
  2. το θηλυκό ως ουσ: Η σκεπή → δείτε τη λέξη .

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Σήμερα απ' το επίθετο αυτό χρησιμοποιείται ευρέως μόνο το θηλυκό γένος σαν ουσιαστικό οπότε και σημαίνει τη στέγη των σπιτιών. Με τη μορφή επιθέτου χρησιμοποιείται μόνο στη λογοτεχνία.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]