σκεπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκεπός | η | σκεπή | το | σκεπό |
γενική | του | σκεπού | της | σκεπής | του | σκεπού |
αιτιατική | τον | σκεπό | τη | σκεπή | το | σκεπό |
κλητική | σκεπέ | σκεπή | σκεπό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκεποί | οι | σκεπές | τα | σκεπά |
γενική | των | σκεπών | των | σκεπών | των | σκεπών |
αιτιατική | τους | σκεπούς | τις | σκεπές | τα | σκεπά |
κλητική | σκεποί | σκεπές | σκεπά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σκεπός < μεσαιωνική ελληνική σκεπός
Επίθετο[επεξεργασία]
σκεπός
- ο σκεπασμένος.
- το θηλυκό ως ουσ: Η σκεπή → δείτε τη λέξη .
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Σήμερα απ' το επίθετο αυτό χρησιμοποιείται ευρέως μόνο το θηλυκό γένος σαν ουσιαστικό οπότε και σημαίνει τη στέγη των σπιτιών. Με τη μορφή επιθέτου χρησιμοποιείται μόνο στη λογοτεχνία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκεπός
|