σκευή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκευή | οι | σκευές |
γενική | της | σκευής | των | σκευών |
αιτιατική | τη | σκευή | τις | σκευές |
κλητική | σκευή | σκευές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκευή < αρχαία ελληνική σκευή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκευή θηλυκό
- το σύνολο από υλικά αντικείμενα ή πνευματικά εφόδια που είναι απαραίτητα σε έναν άνθρωπο, προκειμένου να φέρει σε πέρας ένα έργο, ο υλικός ή πνευματικός εξοπλισμός κάποιου
- Η επιτυχημένη σειρά ... ποντάρει στην αφηγηματική δεινότητα των φιλοξενούμενων συγγραφέων για να διατηρήσει αδιάπτωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών. Ο καθένας, ανάλογα με την ιδιωτική και δημόσια σκευή του, ενδεχομένως εκλαμβάνει την «παραγγελία» λίγο διαφορετικά. [1]
- (για πολεμιστή) ο οπλισμός
- Η πλούσια σκευή του παραπέμπει σε αριστοκράτη πολεμιστή [2]
- (στο αρχαίο θέατρο) η μάσκα και η ενδυμασία των υποκριτών
- Μόνος του τότε ο Χορός απόθετε ένα μέρος από τη σκευή του, πλησίαζε το κοινό, τραγουδούσε και μιλούσε άμεσα, ως Χορός, στους θεατές για θέματα κατά κανόνα άσχετα με την πορεία του έργου [3]