σκευοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σκευοφόρος < αρχαία ελληνική σκευοφόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκευοφόρος θηλυκό
- σιδηροδρομικό βαγόνι κατάλληλο για τη μεταφορά αποσκευών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκευοφόρος