σκηνοθέτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκηνοθέτις οι σκηνοθέτιδες
      γενική της σκηνοθέτιδος
(σκηνοθέτιδας)
των σκηνοθετίδων
(σκηνοθέτιδων)
    αιτιατική τη σκηνοθέτιδα τις σκηνοθέτιδες
     κλητική σκηνοθέτι (σκηνοθέτις) σκηνοθέτιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Δείτε και σκηνοθέτιδα στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκηνοθέτις < σκηνοθέτ(ης) + κατάληξη λόγιου θηλυκού -ις < σκηνή + -ο- + -θέτης (< αρχαία ελληνική τίθημι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκηνοθέτις θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]