σκιέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

βουνοπλαγιά γεμάτη με σκιέρ στο Τιρόλο της Αυστρίας
σκιέρ στη Μελβούρνη της Αυστραλίας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκιέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική skieur

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sciˈeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκι‐έρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκιέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. (αθλητισμός) που κάνει σκι στο χιόνι
  2. (αθλητισμός) που κάνει σκι στo νερό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη σκι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]