σκλαβώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκλαβώνω < σκλάβος

Ρήμα[επεξεργασία]

σκλαβώνω

  1. κάνω κάποιον σκλάβο, δούλο, τον υποδουλώνω
  2. υποχρεώνω τους άλλους με την ευγενική μου συμπεριφορά

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]