σκληρά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skliˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκλη‐ρά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

σκληρά < σκληρ(ός) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

σκληρά

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σκληρά

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

σκληρά (κρητικά) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκληρά, μορφή του σκληρία με διαφορετική σημασία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκληρά θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάγκαλος Γ., Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, (2-5), β′ έκδ. [Επιμ. έκδ.: Κέντρο Σύνταξης του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών], Αθήνα 1991-2002 / έκδ:Αθήνα 1955-1975.
  • Πιτυκάκης Μ., Το γλωσσικό ιδίωμα της Ανατολικής Κρήτης, Α′-Β′, Αθήνα 1971

Αναφορές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

σκληρά < σκληρ(ός) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

σκληρά

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σκληρά

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

σκληρά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκληρά θηλυκό

  • άλλη μορφή του σκληρία
    ※  16ος αιώνας, μεσαιωνικά κυπριακά για την ιατρική σημασία Γιατροσόφια 16ου αιώνα - Μάνου Λ., Θεσσαλονίκη 2008, 66
    [σε μονοτονικό]: Περί σπλάγχνα οπού γίνονται σκληρά. Έπαρε ψίχα ψωμίου […] Έπειτα έπαρε μέλι […] και ανακάτωσέ τα και άπλωσέ τα εις πανί και βάλε το απάν και υγιαίνει. Το αυτό κάμε και εις άλλην σκληράν

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • s.v. «σκληρία» - «Λεξικό Κριαρά», Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), Τόμος Κ', Επιμ.: Ιωάννης Καζάζης, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2016, σελ. 254 djvu.txt / 254‑255@archive.org