σκληραγωγημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκληραγωγημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκληραγωγώ
Μετοχή[επεξεργασία]
σκληραγωγημένος, -η, -ο
- που έχει σκληραγωγηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις σκληραγωγώ, σκληρός και άγω