σκληραγωγούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκληραγωγοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

σκληραγωγούμαι, π.αόρ.: σκληραγωγήθηκα, μτχ.π.π.: σκληραγωγημένος