σκοπιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκοπιά, Σκόπια, σκορπά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοπιά οι σκοπιές
      γενική της σκοπιάς των σκοπιών
    αιτιατική τη σκοπιά τις σκοπιές
     κλητική σκοπιά σκοπιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοπιά < αρχαία ελληνική σκοπιά < σκοπός < σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < (από μετάθεση) *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skoˈpça/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοπιά θηλυκό

  1. η εποπτική θέση παρατήρησης, φύλαξης και φρούρησης μιας συγκεκριμένης περιοχής ή χώρου
  2. ο σχετικός χώρος που στέκεται ο σκοπός, ο φρουρός
  3. η υπηρεσία του σκοπού, η φρούρηση
  4. (συνεκδοχικά) ο σκοπός, ο φρουρός
  5. (μεταφορικά) η οπτική γωνία, η φιλοσοφική, πολιτική κ.ά. πλευρά ή θέση απ’ την οποία κάποιος βλέπει και προσεγγίζει τα πράγματα
     συνώνυμα: οπτική γωνία, πλευρά, πρίσμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]