σκοπός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκοπός, -σκόπος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκοπός οι σκοποί
      γενική του σκοπού των σκοπών
    αιτιατική τον σκοπό τους σκοπούς
     κλητική σκοπέ σκοποί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοπός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκοπός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skoˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκο‐πός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοπός αρσενικό

  1. η αναγνωρισμένη επιθυμητή κατάσταση, ο στόχος, ο στόχος επίτευξης
  2. ο φρουρός, ο φύλακας, κάποιος που κάνει σκοπιά στο στρατό ή αλλού
  3. (μουσική) η μελωδία τραγουδιού (απόδοση στα ελληνικά του motivo και motif, δηλ. των αντίστοιχων μουσικών όρων στα ιταλικά και γαλλικά)
    ※  "Ζητάτε να σας πω τον πρώτο μου σκοπό..." (τραγούδι από τον Αττίκ)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκοπός οἱ σκοποί
      γενική τοῦ σκοποῦ τῶν σκοπῶν
      δοτική τῷ σκοπ τοῖς σκοποῖς
    αιτιατική τὸν σκοπόν τοὺς σκοπούς
     κλητική ! σκοπέ σκοποί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκοπώ
γεν-δοτ τοῖν  σκοποῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοπός < θέμα σκοπ- + -ός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱop- μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που υπάρχει στο σκέπτομαι με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱep- < μετάθεση της *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοπός, -οῦ αρσενικό


ζητούμενο λήμμα

Παράγωγα[επεξεργασία]

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]