σκοτεινάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοτεινάδα οι σκοτεινάδες
      γενική της σκοτεινάδας
    αιτιατική τη σκοτεινάδα τις σκοτεινάδες
     κλητική σκοτεινάδα σκοτεινάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκοτεινάδα < σκοτεινός + -άδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκοτεινάδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]