σκυθρωπάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκυθρωπάζω < αρχαία ελληνική σκυθρωπάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
σκυθρωπάζω
- (λόγιο) (σπάνιο) άλλη μορφή του σκυθρωπιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκυθρωπασμένος
- → δείτε τη λέξη σκυθρωπός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκυθρωπάζω | σκυθρώπαζα | θα σκυθρωπάζω | να σκυθρωπάζω | σκυθρωπάζοντας | |
β' ενικ. | σκυθρωπάζεις | σκυθρώπαζες | θα σκυθρωπάζεις | να σκυθρωπάζεις | σκυθρώπαζε | |
γ' ενικ. | σκυθρωπάζει | σκυθρώπαζε | θα σκυθρωπάζει | να σκυθρωπάζει | ||
α' πληθ. | σκυθρωπάζουμε | σκυθρωπάζαμε | θα σκυθρωπάζουμε | να σκυθρωπάζουμε | ||
β' πληθ. | σκυθρωπάζετε | σκυθρωπάζατε | θα σκυθρωπάζετε | να σκυθρωπάζετε | σκυθρωπάζετε | |
γ' πληθ. | σκυθρωπάζουν(ε) | σκυθρώπαζαν σκυθρωπάζαν(ε) |
θα σκυθρωπάζουν(ε) | να σκυθρωπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκυθρώπασα | θα σκυθρωπάσω | να σκυθρωπάσω | σκυθρωπάσει | ||
β' ενικ. | σκυθρώπασες | θα σκυθρωπάσεις | να σκυθρωπάσεις | σκυθρώπασε | ||
γ' ενικ. | σκυθρώπασε | θα σκυθρωπάσει | να σκυθρωπάσει | |||
α' πληθ. | σκυθρωπάσαμε | θα σκυθρωπάσουμε | να σκυθρωπάσουμε | |||
β' πληθ. | σκυθρωπάσατε | θα σκυθρωπάσετε | να σκυθρωπάσετε | σκυθρωπάστε | ||
γ' πληθ. | σκυθρώπασαν σκυθρωπάσαν(ε) |
θα σκυθρωπάσουν(ε) | να σκυθρωπάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκυθρωπάσει | είχα σκυθρωπάσει | θα έχω σκυθρωπάσει | να έχω σκυθρωπάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκυθρωπάσει | είχες σκυθρωπάσει | θα έχεις σκυθρωπάσει | να έχεις σκυθρωπάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκυθρωπάσει | είχε σκυθρωπάσει | θα έχει σκυθρωπάσει | να έχει σκυθρωπάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκυθρωπάσει | είχαμε σκυθρωπάσει | θα έχουμε σκυθρωπάσει | να έχουμε σκυθρωπάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκυθρωπάσει | είχατε σκυθρωπάσει | θα έχετε σκυθρωπάσει | να έχετε σκυθρωπάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκυθρωπάσει | είχαν σκυθρωπάσει | θα έχουν σκυθρωπάσει | να έχουν σκυθρωπάσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκυθρωπάζω
|