σκυλεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκυλεύω < αρχαία ελληνική σκυλεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
σκυλεύω
- γυμνώνω τον αντίπαλο που σκότωσα στη μάχη από τα όπλα του και τα παίρνω ως λάφυρα
- βεβηλώνω ένα νεκρό ή ένα τάφο
- (μεταφορικά) λεηλατώ
- (μεταφορικά) νικώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκυλεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκυλεύω < από το ουσιαστικό σκῦλον
Ρήμα[επεξεργασία]
σκυλεύω
- γυμνώνω τον αντίπαλο που σκότωσα στη μάχη από τα όπλα του και τα παίρνω ως λάφυρα