σκόρσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκόρσο ουδέτερο
- (κυπριακά) το ταρακούνημα
- (κυπριακά) η κούραση, π.χ. δουλειά με πολύ σκόρσο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκόρσο
|