σκύλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σκύλλα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκύλα οι σκύλες
      γενική της σκύλας
    αιτιατική τη σκύλα τις σκύλες
     κλητική σκύλα σκύλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  σκύλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκύλα (3) που συγκρατεί ένα μολύβι

σκύλα θηλυκό

  1. ο θηλυκός σκύλος → δείτε τη λέξη 
  2. (υβριστικά) πολύ σκληρή γυναίκα, χωρίς αισθήματα
  3. εργαλείο παρόμοιο με πένσα, με ρυθμιζόμενο άνοιγμα και ειδικό μηχανισμό ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα να παραμένει σφιχτό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]