σμέρνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σμύρνη, στέρνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμέρνα οι σμέρνες
      γενική της σμέρνας των σμερνών
    αιτιατική τη σμέρνα τις σμέρνες
     κλητική σμέρνα σμέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μια σμέρνα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμέρνα < αρχαία ελληνική σμύραινα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzmeɾ.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμέρ‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σμέρνα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]