σμέρνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σμέρνα | οι | σμέρνες |
γενική | της | σμέρνας | των | σμερνών |
αιτιατική | τη | σμέρνα | τις | σμέρνες |
κλητική | σμέρνα | σμέρνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σμέρνα < αρχαία ελληνική σμύραινα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈzmeɾ.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμέρ‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμέρνα θηλυκό
- σαρκοφάγο ψάρι (Muraena helena) με οφιοειδές σώμα χωρίς λέπια, άνω σιαγόνα που προεξέχει και δηλητηριώδεις αδένες στο στόμα της
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σμέρνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)