σμικρῶς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
σμικρῶς ή μικρῶς
- λίγο
- τὸ γὰρ νούσημα αὐξήσεις οὐ σμικρῶς (Ιπποκράτης)
- με ύφος ταπεινό, χωρίς μεγάλα λόγια
- καὶ γὰρ Ἰσοκράτης ἔργον ἔφασκεν εἶναι ῥητορικῆς τὰ μὲν σμικρὰ μεγάλως εἰπεῖν͵ τὰ δὲ μεγάλα σμικρῶς (Ισοκρ. αποσπάσμ.)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- μικρόν (ως επίρρημα)