σμυριδοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σμυριδοφύλακας αρσενικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) ο επιτετραμμένος, με ειδικά αστυνομικά καθήκοντα, ελέγχου οποιασδήποτε παραβατικότητας που προβλέπει η σχετική νομοθεσία περί της εξόρυξης και διάθεσης της "ναξίας σμύριδας", από τους χώρους εξόρυξης (σμυριδωρυχεία), μέχρι και τους χώρους παράδοσης ή φύλαξης (σμυριδαποθήκες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σμυριδοφύλακας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φύλακας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)