σοβαρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
σοβαρά < σοβαρός
Επίρρημα[επεξεργασία]
σοβαρά
- με σοβαρότητα, χωρίς αστεία
- Σου μιλάω σοβαρά, κι αν θέλεις, πίστεψέ με.
- (ως ερώτηση) μπορεί να δηλώνει ειρωνεία και αμφισβήτηση όσων λέχθηκαν προηγουμένως
- - Μας υποσχέθηκε ότι θα μας δανείσει ένα ποσόν.
- - Σοβαρά; Αυτός έχει καβούρια στις τσέπες.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σοβαρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σοβαρό