σοκάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στοκάρω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοκάρω < σοκ + -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

σοκάρω (παθητική φωνή: σοκάρομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]