σομιές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σομιές οι σομιέδες
      γενική του σομιέ των σομιέδων
    αιτιατική τον σομιέ τους σομιέδες
     κλητική σομιέ σομιέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σομιές < σομιέ + για προσαρμογή στην κλίση (→ δείτε και sommier (γαλλικά)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈmɲes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐μιές

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σομιές και σουμιές αρσενικό (λαϊκό) κλιτή μορφή του άκλιτου σομιέ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]