σουβλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουβλάκι τα σουβλάκια
      γενική
    αιτιατική το σουβλάκι τα σουβλάκια
     κλητική σουβλάκι σουβλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα σουβλάκι με ψωμί
σουβλάκι με πίτα (στη νότια Ελλάδα και ιδίως στην Αθήνα)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουβλάκι < μεσαιωνική ελληνική σουβλάκι < σούβλα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουβλάκι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) κομμάτια κρέατος που είναι κομμένα ομοιόμορφα και ψήνονται περασμένα σε ξύλινη («καλαμάκι») ή μεταλλική μικρή σούβλα
  2. (γαστρονομία) (στη νότια Ελλάδα και ιδίως στην Αθήνα) γενική ονομασία για κάθε είδους πρόχειρο φαγητό που αποτελείται από ειδική πίτα για σουβλάκια, τυλιγμένη, που μέσα μπορεί να περιέχει κρέας από σουβλάκι ή γύρο ή μπιφτέκι και άλλα συμπληρωματικά υλικά (συνήθως ντομάτα, κρεμμύδι και τζατζίκι)
    ※  μεταξύ μας, πάντα το έβρισκα αστείο ότι το οικολογικό και το ορφανό σουβλάκι περιγράφουν το ίδιο πράγμα, με αυτόν τον τρόπο δημιουργώντας την εύλογη σύγκριση μεταξύ της φρίκης της απώλειας των γονέων και της τραγωδίας του να... σέβεσαι τη φύση. (Κουντουριώτικο: το καλύτερο χορτοφαγικό σουβλάκι στο Κουκάκι, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1])
  3. ξύλινο ή μεταλλικό αιχμηρό ραβδάκι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]