σουπερνόβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουπερνόβα οι σουπερνόβες
      γενική της σουπερνόβας
    αιτιατική τη σουπερνόβα τις σουπερνόβες
     κλητική σουπερνόβα σουπερνόβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουπερνόβα < (λόγιο δάνειο) αγγλική supernova < λατινική super (υπέρ) + nova (νέα, θηλυκό του novus, νέος) + εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό stella (άστρο) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουπερνόβα θηλυκό κλιτό, επίσης άκλιτο θηλυκό
    (και άκλιτο αρσενικό, εννοείται: super novus «αστέρας», και άκλιτο ουδέτερο, super novum αστέρι, άστρο)

  • (αστρονομία) αστέρας ο οποίος φτάνει στο τέλος της ζωής του και εκρήγνυται, εκτοξεύοντας μακριά το μεγαλύτερο μέρος της μάζας του, ενώ η λάμψη του αυξάνεται έντονα προτού αδυνατίσει εντελώς
    ※  ενώ ξεκίνησε σοβαρές μελέτες αστρονομίας, αρχής γενομένης από την παρατήρηση μιας σουπερνόβας το 1604
    Κουτράκη Χαρίκλεια, Μαχαλιώτη Ελένη, Οι όψεις της επιστήμης κατά το Μεσαίωνα και οι προϋποθέσεις της Επιστημονικής Επανάστασης – Ανάπτυξη ιστοτόπου ΤΕΙ Κρήτης, Ηράκλειο, Φεβρουάριος 2009 [1]
    ※  Ανάλογα, σε μια παρατηρούμενη έκρηξη σουπερνόβας παρακολουθούμε κάτι που συνέβη δισεκατομμύρια χρόνια πριν τη γέννηση του παρατηρητή
    Νέα Εστία, τεύχος 1701-1703, Ι. Δ. Κολλάρος και Σια, 1998, σελ. 842.
    ※  Τα «νέα» όμως άστρα, οι νόβες δηλαδή και οι σουπερνόβες, δεν γεννιούνται την ημέρα που εμφανίζονται στο στερέωμα ούτε είναι νεογέννητα άστρα.
    Διονύσης Π. Σιμόπουλος, Ο ουρανός της Ελλάδας: Καλοκαίρι, 2021 [2]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]