σουραύλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουραύλι τα σουραύλια
      γενική του σουραυλιού των σουραυλιών
    αιτιατική το σουραύλι τα σουραύλια
     κλητική σουραύλι σουραύλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουραύλι < μεσαιωνική ελληνική σουραύλιον < αρχαία ελληνική σῦριγξ + αὐλός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /suˈɾa.vli/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουραύλι ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) παραδοσιακό πνευστό όργανο, είδος λεπτής φλογέρας, αλλά με κομμένο στόμιο, μικρός ποιμενικός αυλός
  2. (μεταφορικά) (σε διαλέκτους) κυλινδρικό και μακρόστενο αντικείμενο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]