σουρούπωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουρούπωμα < σουρουπώνει + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουρούπωμα ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το νύχτωμα, το σούρουπο, το λυκόφως
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σουρουπώνει