σουφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουφισμός αρσενικό
- (ισλαμισμός) ισλαμική κίνηση με μυστικιστικό και ασκητικό προσανατολισμό
- ※ Ο σουφισμός κατά κάποιον τρόπο διαγράφεται πιο καθαρά μέσα στον ισλαμικό κορμό ως μια ανεξάρτητη τάση. Υπήρξε μια εποχή που φαινόταν ότι ο σουφισμός θα γινόταν μία άλλη θρησκεία ανεξάρτητη από το Ισλάμ, και υπάρχουν πάρα πολύ μεγάλες προσωπικότητες του σουφισμού οι οποίοι ήταν και νομοδιδάσκαλοι πάρα πολύ σημαντικοί, αλλά και μυστικοί, και οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο έφεραν τον σουφισμό ξανά στις παρυφές του Ισλάμ. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Σούφι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ισλαμισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)