σοφράνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοφράνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική sovrano < sovra < δημώδης λατινική *superānus < λατινική super < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *upér-

Επίρρημα[επεξεργασία]

σοφράνο

  • (ναυτικός όρος) από την πλευρά που φυσάει ο άνεμος
    Όταν ο τιμονιέρης πει «τακ», ένας από το πλήρωμα χαλαρώνει τη σταβέντο σκότα του φλόκου, και ένας άλλος αρχίζει να μαζεύει με γρήγορες κινήσεις τη σοφράνο. Την ίδια στιγμή ο τιμονιέρης γυρίζει την πλώρη προς τον άνεμο, κι αν τον είχε από δεξιά, τον φέρνει από αριστερά και αντίστροφα. Ποδίζει (απομακρύνει την πλώρη από τον άνεμο) λίγο, για να στρώσει το σκάφος και στη συνέχεια ανεβαίνει σταδιακά στις 45°. Παράλληλα τα μέλη του πληρώματος φροντίζουν να τεντώσουν τον φλόκο με τη βοήθεια του βιντζιρέλου. Στη νέα πλέον θέση, ότι ήταν πριν σοφράνο (προσήνεμη πλευρά του σκάφους), έγινε σταβέντο (υπήνεμη πλευρά του σκάφους) και αντίστροφα. Για να ξεχωρίζετε πιο εύκολα, το σοφράνο και το σταβέντο, μπορείτε απλά να σκεφτείτε, ότι σταβέντο είναι πάντα η πλευρά που βρίσκεται η μάτσα. (*)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]