σπάνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπάνια < σπάνιος

Επίρρημα[επεξεργασία]

σπάνια

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σπάνια (el)

  1. η, την, ε σπάνια: ονομαστική, αιτιατική, κλητική κλίση θηλυκού στον ενικό αριθμό του επιθέτου ο σπάνιος
  2. τα, ε σπάνια: ονομαστική, αιτιατική, κλητική κλίση ουδετέρου στον πληθυντικό αριθμό του επιθέτου ο σπάνιος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]