σπαθίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπαθίζω < σπαθί + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σπαθίζω

  1. χρησιμοποιώ ένα σπαθί για να χτυπήσω κάποιον
  2. κινώ στον αέρα ένα σπαθί σαν να ξιφομαχώ με κάποιον
  3. χρησιμοποιώ κάτι σαν σπαθί

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]