σπείρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπείρα | οι | σπείρες |
γενική | της | σπείρας | των | σπειρών |
αιτιατική | τη | σπείρα | τις | σπείρες |
κλητική | σπείρα | σπείρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπείρα < αρχαία ελληνική σπεῖρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- (συστρέφω, γυρίζω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈspi.ra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπεί‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπείρα θηλυκό
- καμπύλη που γράφει ένα σημείο ενώ περιστρέφεται και απομακρύνεται, προς μία κατεύθυνση, από κάποιο σταθερό σημείο
- μία πλήρης περιστροφή αυτής της καμπύλης
- ↪αυτή η βίδα έχει μόνο δέκα σπείρες
- (μεταφορικά) ομάδα παρανόμων, συμμορία
- ↪συνελήφθη ο αρχηγός της σπείρας λαθρεμπόρων
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καμπύλη
σπείρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)