σπηλαιολογία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπηλαιολογία οι σπηλαιολογίες
      γενική της σπηλαιολογίας των σπηλαιολογιών
    αιτιατική τη σπηλαιολογία τις σπηλαιολογίες
     κλητική σπηλαιολογία σπηλαιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπηλαιολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική spéléologie < αρχαία ελληνική σπήλαιο(ν) + -λογία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spi.le.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπη‐λαι‐ο‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπηλαιολογία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]