σπικάζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπικάζ < (αγγλ. speak) + -αζ ( γαλλική -age)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπικάζ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]