σπινθηροβόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπινθηροβόλος < ελληνιστική κοινή σπινθηροβόλος < αρχαία ελληνική σπινθήρ + βάλλω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική étincelant[1] [2])
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spin.θi.roˈvo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπιν‐θη‐ρο‐βό‐λος
Επίθετο[επεξεργασία]
σπινθηροβόλος, -α / -ος, -ο
- (κυριολεκτικά) που διασκορπίζει στο περιβάλλον σπινθήρες
- (συνεκδοχικά) που αντανακλά κάποιο φως
- (μεταφορικά) που φαίνεται ιδιαίτερα έξυπνος και πνευματώδης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπινθηροβόλος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σπινθηροβόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σπινθηροβόλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'κερδοφόρος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)