σπιρτάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπιρτάδα οι σπιρτάδες
      γενική της σπιρτάδας των (σπιρτάδων)
    αιτιατική τη σπιρτάδα τις σπιρτάδες
     κλητική σπιρτάδα σπιρτάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπιρτάδα < σπίρτο («οινόπνευμα»)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπιρτάδα θηλυκό

  1. η έντονη γεύση ή οσμή ποτού με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα
  2. η ευφυΐα ενός ανθρώπου που εκδηλώνεται με εντυπωσιακό τρόπο στη λύση προβλημάτων, στη διαπραγμάτευση ενός ζητήματος, σε διάλογο κλπ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]