σπονδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπονδή οι σπονδές
      γενική της σπονδής των σπονδών
    αιτιατική τη σπονδή τις σπονδές
     κλητική σπονδή σπονδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπονδή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπονδή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπονδή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπονδή αἱ σπονδαί
      γενική τῆς σπονδῆς τῶν σπονδῶν
      δοτική τῇ σπονδ ταῖς σπονδαῖς
    αιτιατική τὴν σπονδήν τὰς σπονδᾱ́ς
     κλητική ! σπονδή σπονδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπονδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  σπονδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπονδή, ήδη ομηρικό < θέμα: μεταπτωτική βαθμίδα που συναντάμε και στο σπένδω (χύνω σταγόνες) ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπονδή θηλυκό

  1. το χύσιμο στο έδαφος κρασιού σαν προσφορά στους θεούς
  2. (στον πληθυντικό) αἱ σπονδαί: επίσημη συμφωνία, συνθήκη ειρήνης, ανακωχή (επειδή κατά τη σύναψη συμφωνίας έκαναν σπονδές στους θεούς)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]