σπορικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπορικό | τα | σπορικά |
γενική | του | σπορικού | των | σπορικών |
αιτιατική | το | σπορικό | τα | σπορικά |
κλητική | σπορικό | σπορικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπορικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπορικό ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σπόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπορικό
|