στέλεχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στέλεχος | τα | στελέχη |
γενική | του | στελέχους | των | στελεχών |
αιτιατική | το | στέλεχος | τα | στελέχη |
κλητική | στέλεχος | στελέχη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στέλεχος < αρχαία ελληνική στέλεχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στέλεχος ουδέτερο
- ο κορμός ή βλαστός φυτού
- το κύριο τμήμα ενός αντικειμένου
- το βασικό ή ηγετικό μέλος οργανωμένου συνόλου ανθρώπων
- στα λογιστικά έντυπα, αποδείξεις, εισιτήρια κ.λπ. το φύλλο που δεν αποκόπτεται και παραμένει στο μπλοκ
- το πιο οπίσθιο μέρος του εγκεφάλου, που συνδέει τον εγκέφαλο με το νωτιαίο μυελό. Λέγεται και εγκεφαλικό στέλεχος.
- ο κορμός του πέους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
στελεχεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | στέλεχος | τὰ | στελέχη & στελέχεᾰ | |
γενική | τοῦ | στελέχους & στελέχεος |
τῶν | στελεχῶν & στελεχέων | |
δοτική | τῷ | στελέχει & στελέχεῐ̈ |
τοῖς | στελέχεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | στέλεχος | τὰ | στελέχη & στελέχεα | |
κλητική ὦ! | στέλεχος | στελέχη & στελέχεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στελέχει & στελέχεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | στελεχοῖν & στελεχέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στέλεχος < συγγενές του στειλαιός και στήλη και στέλλω και μακρινή συγγένεια με το ἵστημι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στέλεχος ουδέτερο (επίσης και ως αρσενικό)
- (βοτανική) κορμός φυτού, στέλεχος φυτού
- κούτσουρο
- (μεταφορικά) ο βλάκας, το τούβλο, ο χοντροκέφαλος
Πηγές[επεξεργασία]
- στέλεχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στέλεχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'έδαφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στέλεχος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στέλεχος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Βοτανική (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)