στήλη ιστού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στήλη ιστού < → δείτε τις λέξεις στήλη και ιστού

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

στήλη ιστού

  1. (ναυτικός όρος): το κατώτερο αλλά και μεγαλύτερο σε ύψος και διάμετρο τμήμα του ιστού, ή καταρτιού των ιστιοφόρων πλοίων, το άνω άκρο του οποίου ονομάζεται λαιμός και το κάτω πτέρνα.
    η στήλη ίστού ή απλούστερα στήλη. εισχωρεί από το κατάστρωμα στο εσωτερικό του πλοίου και εδράζει πάνω από την τρόπιδα, επεκτείνεται δε προς τα άνω προοδευτικά με τα εν σειρά πρσδεδεμένα σ΄ αυτήν επιστήλια και λαμβάνει ειδικότερα την ονομασία του ιστού στον οποίο φέρεται π.χ. στήλη ακατίου ή πρωραία στήλη, ή μεσαία, κ.λπ.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]