στήλη ιστού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
στήλη ιστού
- (ναυτικός όρος): το κατώτερο αλλά και μεγαλύτερο σε ύψος και διάμετρο τμήμα του ιστού, ή καταρτιού των ιστιοφόρων πλοίων, το άνω άκρο του οποίου ονομάζεται λαιμός και το κάτω πτέρνα.
- η στήλη ίστού ή απλούστερα στήλη. εισχωρεί από το κατάστρωμα στο εσωτερικό του πλοίου και εδράζει πάνω από την τρόπιδα, επεκτείνεται δε προς τα άνω προοδευτικά με τα εν σειρά πρσδεδεμένα σ΄ αυτήν επιστήλια και λαμβάνει ειδικότερα την ονομασία του ιστού στον οποίο φέρεται π.χ. στήλη ακατίου ή πρωραία στήλη, ή μεσαία, κ.λπ.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στήλη ιστού
|