σταμπάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταμπάρω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

σταμπάρω

  1. αποτυπώνω ένα σχέδιο
    σταμπάρουν τα ζώα
  2. καταγράφω στη μνήμη μου κάποιο χαρακτηριστικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]