σταχυολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σταχυολογώ < στάχυ + -λογώ ( < λόγος)

Ρήμα[επεξεργασία]

σταχυολογώ (παθητικό: σταχυολογούμαι)

ο επιμελητής της ποιητικής ανθολογίας έχει σταχυολογήσει ορισμένα από τα γνωστότερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της νεοελληνικής ποίησης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]