σταχυολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σταχυολογώ (παθητικό: σταχυολογούμαι)
- ο επιμελητής της ποιητικής ανθολογίας έχει σταχυολογήσει ορισμένα από τα γνωστότερα και αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της νεοελληνικής ποίησης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταχυολογώ
|